λούπης

λούπης
λούπης, ,
A = ἰκτῖνος, Hierocl.Facet.257, Hdn.Epim.46.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λούπης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος (Σκορδαλού Κυδωνίας 1790 – 1858). Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη την Κρήτη και διακρίθηκε για την ανδρεία του ως οπλαρχηγός της επαρχίας του. Μετά το τέλος της… …   Dictionary of Greek

  • λοῦπα — λούπης masc voc sg λούπης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοῦπαν — λούπης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπην — λούπης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπου — λούπης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπα — λούπᾱ , λούπης masc nom/voc/acc dual λούπᾱ , λούπης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπας — λούπᾱς , λούπης masc acc pl λούπᾱς , λούπης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούππις — λοῡππις (Α) το αρπακτικό πτηνό ικτίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λούπης*, άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • λούπαν — λούπᾱν , λούπης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”